- δρύινα
- δρύϊνα , δρύινοςoakenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρυίνα — δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc/acc dual δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc sg (doric aeolic) δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom/voc/acc dual δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίνας — δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem acc pl δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem gen sg (doric aeolic) δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc acc pl δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίναι — δρυΐνᾱͅ , δρύινος oaken fem dat sg (doric aeolic) δρυίνᾱͅ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίναν — δρυΐνᾱν , δρύινος oaken fem acc sg (doric aeolic) δρυίνᾱν , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίναο — δρυίνᾱο , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… … Dictionary of Greek
απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του … Dictionary of Greek
δρύινος — η, ο φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς: Παραγγείλαμε στο μαραγκό δρύινα έπιπλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)